- σπάγγος
- ο, Νβλ. σπάγκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιρμίδι — το λεπτή χρυσή κλωστή νήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμις, ιθος (βλ. μέρμιθα) «σχοινί, σπάγγος» + υποκορ. κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
σπάγκος — και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν 1. πολύ λεπτό σχοινί 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ απόσπαση τού α συνθετικού από το συνθ … Dictionary of Greek
σπαγκοθήκη — και σπαγγοθήκη, η, Ν θήκη σπάγκου, ιδίως ως εξάρτημα αυτοδετικής θεριστικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + θήκη (πρβλ. αυγο θήκη)] … Dictionary of Greek
σπαγκοραμμένος — και σπαγγοραμμένος, η, ο, Ν 1. ραμμένος με σπάγκο 2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)] … Dictionary of Greek
τετράλινον — τὸ, Α πιθ. σπάγγος από τέσσερεις κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + λίνον «κλωστή από λινάρι» (πρβλ. μονό λινον)] … Dictionary of Greek
şpagă — ŞPÁGĂ2 s.f. v. spangă. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 şpágă s. f., g. d. art. şpăgii; pl. şpăgi Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic ŞPAGĂ s.f. (Mold … Dicționar Român
σπάγκος — ο και σπάγγος, ο (λ. ιταλ.) 1. λεπτό σχοινί: Αγόρασε σπάγκο για το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού. 2. μτφ., τσιγκούνης: Δε βγάζεις δεκάρα απ αυτόν το σπάγκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)